- πνευματικός
- -ή, -ό / πνευματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.)2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος3. φρ. α) «πνευματικά όντα» — οι άγγελοιβ) «πνευματική σχολή» — ιατρική σχολή που ίδρυσε ο Έλληνας γιατρός Αθήναιος από την Αττάλεια, ο οποίος, επηρεασμένος από τους Στωικούς, δίδασκε ότι στον ανθρώπινο οργανισμό υπεισέρχεται ως πέμπτος παράγοντας το πνεύμανεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο πνευματικόςεξομολογητής2. φρ. α) «πνευματική αντλία» — αεραντλίαβ) «πνευματική ελευθερία» — ελευθερία τής πνευματικής δημιουργίας, ανεξαρτησία στην ανάπτυξη τής σκέψηςγ) «πνευματική ιδιοκτησία» — νομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας τού πνευματικού δημιουργού στις πνευματικές του δημιουργίες, όπως είναι τα συγγράμματα, τα καλλιτεχνικά έργα, οι εφευρέσειςδ) «πνευματικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ασχολούνται με πνευματικά φαινόμενα και δημιουργίες, όπως είναι η ψυχολογία, η φιλολογία, η θεολογία κ.ά.ε) «πνευματικός πατέρας»i) ο ιερέας που εξομολογείii) ο νονόςστ) «πνευματικό τέκνο» — βαφτισιμιόςζ) «πνευματική εξουσία» — η εξουσία τής Εκκλησίας και τού κλήρου πάνω στους πιστούςη) «πνευματικός ορίζοντας» — ορίζοντας, έκταση τών γνώσεων και τών ενδιαφερόντων ενός ατόμουθ) «πνευματική ικανότητα» — η ικανότητα τού σκέπτεσθαιi) «αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας» — κάθε αισθητή εκδήλωση τής προσωπικότητας ορισμένου ανθρώπου, η οποία αποτελεί έκφραση δημιουργικής ικανότητας και μπορεί να υπαχθεί σε μια τουλάχιστον πολιτισμική κατηγορίααρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αέρα2. αυτός που έχει την φύση τού αέρα, αέριος3. αυτός που παράγει αέρια («βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα», Αριστοτ.)4. ο εξογκωμένος από αέρα5. αυτός που αναδίδει οσμή5. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναπνοή, ο αναπνευστικός6. το ουδ. ως ουσ. τὸ πνευματικόνη πτητική ιδιότητα διαφόρων ουσιών7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ πνευματικοίιατρική σχολή που συσχέτιζε όλες τις αρρώστιες με πνευματικές ενέργειες8. φρ. α) «τὸ πνευματικὸν μόριον» — το όργανο τής αναπνοήςβ) «πνευματικὸν ὄργανον» — μηχανή που λειτουργεί, που κινείται με αέρα.επίρρ...πνευματικώς / πνευματικῶς, ΝΜΑ, και πνευματικά Ν1. κατά τρόπο που προσιδιάζει στο πνεύμα, κατά τρόπο πνευματικό, άυλααρχ.1. με φύσημα, με φούσκωμα2. με μία αναπνοή.
Dictionary of Greek. 2013.